Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλάνηθον
ξυλάριον
ξυλεία
ξυλεύς
ξυλεύω
ξυληβόρος
ξυληγέω
ξυληγός
ξυληρός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξυλικός
ξύλινος
ξύλιον
ξυλίτης
ξύλλομαι
ξυλοβάλσαμον
ξυλόγλυκον
ξυλογραφέομαι
ξυλοειδής
ξυλοθήκη
View word page
ξυλίζομαι
to gather wood

ShortDef

to gather wood

Debugging

Headword:
ξυλίζομαι
Headword (normalized):
ξυλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
ξυλιζομαι
IDX:
60323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60324
Key:

Data

{'content': 'to gather wood'}