Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξυλαμή
ξυλαμητής
ξυλάνηθον
ξυλάριον
ξυλεία
ξυλεύς
ξυλεύω
ξυληβόρος
ξυληγέω
ξυληγός
ξυληρός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξυλικός
ξύλινος
ξύλιον
ξυλίτης
ξύλλομαι
ξυλοβάλσαμον
ξυλόγλυκον
ξυλογραφέομαι
View word page
ξυληρός
appertaining to timber

ShortDef

appertaining to timber

Debugging

Headword:
ξυληρός
Headword (normalized):
ξυληρός
Headword (normalized/stripped):
ξυληρος
IDX:
60321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60322
Key:

Data

{'content': 'appertaining to timber'}