Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνάλυσις
ἀναλυτέον
ἀναλυτήρ
ἀναλύτης
ἀναλυτικός
ἀνάλυτος
ἀναλύω
ἀναλφάβητος
ἀνάλφιτος
ἀνάλωμα
ἀναλωμάτιον
ἀνάλωσις
ἀναλωτέος
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναλωφάω
ἀναμαιμάω
ἀναμαλάσσω
ἀναμανθάνω
ἀναμαντεύομαι
View word page
ἀναλωμάτιον
(dim.) trifling expenditure
ShortDef
(dim.) trifling expenditure
Debugging
Headword:
ἀναλωμάτιον
Headword (normalized):
ἀναλωμάτιον
Headword (normalized/stripped):
αναλωματιον
IDX:
6031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6032
Key:
Data
{'content': '(dim.) trifling expenditure'}