Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξυήλη
ξυλάβιον
ξυλαμάω
ξυλαμή
ξυλαμητής
ξυλάνηθον
ξυλάριον
ξυλεία
ξυλεύς
ξυλεύω
ξυληβόρος
ξυληγέω
ξυληγός
ξυληρός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξυλικός
ξύλινος
ξύλιον
ξυλίτης
ξύλλομαι
View word page
ξυληβόρος
eating wood
ShortDef
eating wood
Debugging
Headword:
ξυληβόρος
Headword (normalized):
ξυληβόρος
Headword (normalized/stripped):
ξυληβορος
IDX:
60318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60319
Key:
Data
{'content': 'eating wood'}