Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξουθός
ξυήλη
ξυλάβιον
ξυλαμάω
ξυλαμή
ξυλαμητής
ξυλάνηθον
ξυλάριον
ξυλεία
ξυλεύς
ξυλεύω
ξυληβόρος
ξυληγέω
ξυληγός
ξυληρός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξυλικός
ξύλινος
ξύλιον
ξυλίτης
View word page
ξυλεύω
cut wood
ShortDef
cut wood
Debugging
Headword:
ξυλεύω
Headword (normalized):
ξυλεύω
Headword (normalized/stripped):
ξυλευω
IDX:
60317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60318
Key:
Data
{'content': 'cut wood'}