Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξουθόπτερος
Ξοῦθος
ξουθός
ξυήλη
ξυλάβιον
ξυλαμάω
ξυλαμή
ξυλαμητής
ξυλάνηθον
ξυλάριον
ξυλεία
ξυλεύς
ξυλεύω
ξυληβόρος
ξυληγέω
ξυληγός
ξυληρός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξυλικός
ξύλινος
View word page
ξυλεία
felling and carrying of wood
ShortDef
felling and carrying of wood
Debugging
Headword:
ξυλεία
Headword (normalized):
ξυλεία
Headword (normalized/stripped):
ξυλεια
IDX:
60315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60316
Key:
Data
{'content': 'felling and carrying of wood'}