Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξοΐς
ξουθόπτερος
Ξοῦθος
ξουθός
ξυήλη
ξυλάβιον
ξυλαμάω
ξυλαμή
ξυλαμητής
ξυλάνηθον
ξυλάριον
ξυλεία
ξυλεύς
ξυλεύω
ξυληβόρος
ξυληγέω
ξυληγός
ξυληρός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
ξυλικός
View word page
ξυλάριον
small piece of wood, twig

ShortDef

small piece of wood, twig

Debugging

Headword:
ξυλάριον
Headword (normalized):
ξυλάριον
Headword (normalized/stripped):
ξυλαριον
IDX:
60314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60315
Key:

Data

{'content': 'small piece of wood, twig'}