Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξοίς
ξοΐς
ξουθόπτερος
Ξοῦθος
ξουθός
ξυήλη
ξυλάβιον
ξυλαμάω
ξυλαμή
ξυλαμητής
ξυλάνηθον
ξυλάριον
ξυλεία
ξυλεύς
ξυλεύω
ξυληβόρος
ξυληγέω
ξυληγός
ξυληρός
ξυλήφιον
ξυλίζομαι
View word page
ξυλάνηθον
dill

ShortDef

dill

Debugging

Headword:
ξυλάνηθον
Headword (normalized):
ξυλάνηθον
Headword (normalized/stripped):
ξυλανηθον
IDX:
60313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60314
Key:

Data

{'content': 'dill'}