Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξιφουργός
ξοανηφόρος
ξόανον
ξοανοποιία
ξοανουργία
ξοίς
ξοΐς
ξουθόπτερος
Ξοῦθος
ξουθός
ξυήλη
ξυλάβιον
ξυλαμάω
ξυλαμή
ξυλαμητής
ξυλάνηθον
ξυλάριον
ξυλεία
ξυλεύς
ξυλεύω
ξυληβόρος
View word page
ξυήλη
a tool for scraping wood, a plane
ShortDef
a tool for scraping wood, a plane
Debugging
Headword:
ξυήλη
Headword (normalized):
ξυήλη
Headword (normalized/stripped):
ξυηλη
IDX:
60308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60309
Key:
Data
{'content': 'a tool for scraping wood, a plane'}