Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξίφος
ξιφουλκέω
ξιφουλκία
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξοανηφόρος
ξόανον
ξοανοποιία
ξοανουργία
ξοίς
ξοΐς
ξουθόπτερος
Ξοῦθος
ξουθός
ξυήλη
ξυλάβιον
ξυλαμάω
ξυλαμή
ξυλαμητής
ξυλάνηθον
ξυλάριον
View word page
ξοΐς
chisel

ShortDef

chisel

Debugging

Headword:
ξοΐς
Headword (normalized):
ξοΐς
Headword (normalized/stripped):
ξοις
IDX:
60304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60305
Key:

Data

{'content': 'chisel'}