Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξιφοποιός
ξίφος
ξιφουλκέω
ξιφουλκία
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξοανηφόρος
ξόανον
ξοανοποιία
ξοανουργία
ξοίς
ξοΐς
ξουθόπτερος
Ξοῦθος
ξουθός
ξυήλη
ξυλάβιον
ξυλαμάω
ξυλαμή
ξυλαμητής
ξυλάνηθον
View word page
ξοίς
a sculptor's chisel

ShortDef

a sculptor's chisel

Debugging

Headword:
ξοίς
Headword (normalized):
ξοίς
Headword (normalized/stripped):
ξοις
IDX:
60303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60304
Key:

Data

{'content': "a sculptor's chisel"}