Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξιφοδρέπανον
ξιφοειδής
ξιφοθήκη
ξιφοκτονέω
ξιφοκτόνος
ξιφομάχαιρα
ξιφοποιός
ξίφος
ξιφουλκέω
ξιφουλκία
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξοανηφόρος
ξόανον
ξοανοποιία
ξοανουργία
ξοίς
ξοΐς
ξουθόπτερος
Ξοῦθος
ξουθός
View word page
ξιφουλκός
drawing a sword
ShortDef
drawing a sword
Debugging
Headword:
ξιφουλκός
Headword (normalized):
ξιφουλκός
Headword (normalized/stripped):
ξιφουλκος
IDX:
60297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60298
Key:
Data
{'content': 'drawing a sword'}