Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξιφιστύς
ξιφοδήλητος
ξιφοδρέπανον
ξιφοειδής
ξιφοθήκη
ξιφοκτονέω
ξιφοκτόνος
ξιφομάχαιρα
ξιφοποιός
ξίφος
ξιφουλκέω
ξιφουλκία
ξιφουλκός
ξιφουργός
ξοανηφόρος
ξόανον
ξοανοποιία
ξοανουργία
ξοίς
ξοΐς
ξουθόπτερος
View word page
ξιφουλκέω
draw one’s sword
ShortDef
draw one’s sword
Debugging
Headword:
ξιφουλκέω
Headword (normalized):
ξιφουλκέω
Headword (normalized/stripped):
ξιφουλκεω
IDX:
60295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60296
Key:
Data
{'content': 'draw one’s sword'}