Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄναλος
ἄναλτος
ἄναλτος2
ἀναλύζω
ἀνάλυσις
ἀναλυτέον
ἀναλυτήρ
ἀναλύτης
ἀναλυτικός
ἀνάλυτος
ἀναλύω
ἀναλφάβητος
ἀνάλφιτος
ἀνάλωμα
ἀναλωμάτιον
ἀνάλωσις
ἀναλωτέος
ἀναλωτής
ἀναλωτικός
ἀνάλωτος
ἀναλωφάω
View word page
ἀναλύω
to unloose, undo [ἀνα-]

ShortDef

to unloose, undo [ἀνα-]

Debugging

Headword:
ἀναλύω
Headword (normalized):
ἀναλύω
Headword (normalized/stripped):
αναλυω
IDX:
6027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6028
Key:

Data

{'content': 'to unloose, undo [ἀνα-]'}