Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξηροτριβέω
ξηροτριβία
ξηροτροφικόν
ξηροφαγέω
ξηροφαγία
ξηροφθαλμία
ξηρόφλοιος
ξηρόφορτον
ξηρόφωνος
ξηροχειμάρρους
ξηρώδης
ξῖ
ξιφήν
ξιφήρης
ξιφηφορέω
ξιφηφορία
ξιφηφόρος
ξιφίας
ξιφίδιον
ξιφίζω
ξιφίνδα
View word page
ξηρώδης
dryish, looking dry

ShortDef

dryish, looking dry

Debugging

Headword:
ξηρώδης
Headword (normalized):
ξηρώδης
Headword (normalized/stripped):
ξηρωδης
IDX:
60271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60272
Key:

Data

{'content': 'dryish, looking dry'}