Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξηροποιός
ξηροπόταμος
ξηροπυρία
ξηρός
ξηρόσαρκος
ξηροσμύρνη
ξηρότης
ξηροτριβέω
ξηροτριβία
ξηροτροφικόν
ξηροφαγέω
ξηροφαγία
ξηροφθαλμία
ξηρόφλοιος
ξηρόφορτον
ξηρόφωνος
ξηροχειμάρρους
ξηρώδης
ξῖ
ξιφήν
ξιφήρης
View word page
ξηροφαγέω
to eat dry food
ShortDef
to eat dry food
Debugging
Headword:
ξηροφαγέω
Headword (normalized):
ξηροφαγέω
Headword (normalized/stripped):
ξηροφαγεω
IDX:
60264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60265
Key:
Data
{'content': 'to eat dry food'}