Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξηρόκαρπος
ξηροκέφαλος
ξηροκόλλα
ξηροκολλούριον
ξηρόκοπτον
ξηρολογία
ξηρολουσία
ξηρολουτρέω
ξηρόμυρον
ξηρονομικός
ξηροποιέω
ξηροποιός
ξηροπόταμος
ξηροπυρία
ξηρός
ξηρόσαρκος
ξηροσμύρνη
ξηρότης
ξηροτριβέω
ξηροτριβία
ξηροτροφικόν
View word page
ξηροποιέω
make dry, dry up
ShortDef
make dry, dry up
Debugging
Headword:
ξηροποιέω
Headword (normalized):
ξηροποιέω
Headword (normalized/stripped):
ξηροποιεω
IDX:
60253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60254
Key:
Data
{'content': 'make dry, dry up'}