Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξηρόδερμος
ξηροκακοζηλία
ξηρόκαρπος
ξηροκέφαλος
ξηροκόλλα
ξηροκολλούριον
ξηρόκοπτον
ξηρολογία
ξηρολουσία
ξηρολουτρέω
ξηρόμυρον
ξηρονομικός
ξηροποιέω
ξηροποιός
ξηροπόταμος
ξηροπυρία
ξηρός
ξηρόσαρκος
ξηροσμύρνη
ξηρότης
ξηροτριβέω
View word page
ξηρόμυρον
dry perfume
ShortDef
dry perfume
Debugging
Headword:
ξηρόμυρον
Headword (normalized):
ξηρόμυρον
Headword (normalized/stripped):
ξηρομυρον
IDX:
60251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60252
Key:
Data
{'content': 'dry perfume'}