Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξηρόβηξ
ξηρόδερμος
ξηροκακοζηλία
ξηρόκαρπος
ξηροκέφαλος
ξηροκόλλα
ξηροκολλούριον
ξηρόκοπτον
ξηρολογία
ξηρολουσία
ξηρολουτρέω
ξηρόμυρον
ξηρονομικός
ξηροποιέω
ξηροποιός
ξηροπόταμος
ξηροπυρία
ξηρός
ξηρόσαρκος
ξηροσμύρνη
ξηρότης
View word page
ξηρολουτρέω
take a dry bath

ShortDef

take a dry bath

Debugging

Headword:
ξηρολουτρέω
Headword (normalized):
ξηρολουτρέω
Headword (normalized/stripped):
ξηρολουτρεω
IDX:
60250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60251
Key:

Data

{'content': 'take a dry bath'}