Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξηροβατικός
ξηρόβηξ
ξηρόδερμος
ξηροκακοζηλία
ξηρόκαρπος
ξηροκέφαλος
ξηροκόλλα
ξηροκολλούριον
ξηρόκοπτον
ξηρολογία
ξηρολουσία
ξηρολουτρέω
ξηρόμυρον
ξηρονομικός
ξηροποιέω
ξηροποιός
ξηροπόταμος
ξηροπυρία
ξηρός
ξηρόσαρκος
ξηροσμύρνη
View word page
ξηρολουσία
taking a dry bath

ShortDef

taking a dry bath

Debugging

Headword:
ξηρολουσία
Headword (normalized):
ξηρολουσία
Headword (normalized/stripped):
ξηρολουσια
IDX:
60249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60250
Key:

Data

{'content': 'taking a dry bath'}