Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξήρανσις
ξηραντέον
ξηραντικός
ξηρασία
ξήρασις
ξηρίον
ξῆρις
ξηροβαλανιστέον
ξηροβατικός
ξηρόβηξ
ξηρόδερμος
ξηροκακοζηλία
ξηρόκαρπος
ξηροκέφαλος
ξηροκόλλα
ξηροκολλούριον
ξηρόκοπτον
ξηρολογία
ξηρολουσία
ξηρολουτρέω
ξηρόμυρον
View word page
ξηρόδερμος
dry-skinned
ShortDef
dry-skinned
Debugging
Headword:
ξηρόδερμος
Headword (normalized):
ξηρόδερμος
Headword (normalized/stripped):
ξηροδερμος
IDX:
60241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60242
Key:
Data
{'content': 'dry-skinned'}