Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξεστουργία
ξέστριξ
ξέω
ξηρά
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραλοιφία
ξηραμπέλινος
ξήρανσις
ξηραντέον
ξηραντικός
ξηρασία
ξήρασις
ξηρίον
ξῆρις
ξηροβαλανιστέον
ξηροβατικός
ξηρόβηξ
ξηρόδερμος
ξηροκακοζηλία
ξηρόκαρπος
View word page
ξηραντικός
causing to dry up

ShortDef

causing to dry up

Debugging

Headword:
ξηραντικός
Headword (normalized):
ξηραντικός
Headword (normalized/stripped):
ξηραντικος
IDX:
60233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60234
Key:

Data

{'content': 'causing to dry up'}