Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξεστός
ξεστουργία
ξέστριξ
ξέω
ξηρά
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραλοιφία
ξηραμπέλινος
ξήρανσις
ξηραντέον
ξηραντικός
ξηρασία
ξήρασις
ξηρίον
ξῆρις
ξηροβαλανιστέον
ξηροβατικός
ξηρόβηξ
ξηρόδερμος
ξηροκακοζηλία
View word page
ξηραντέον
one must dry
ShortDef
one must dry
Debugging
Headword:
ξηραντέον
Headword (normalized):
ξηραντέον
Headword (normalized/stripped):
ξηραντεον
IDX:
60232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60233
Key:
Data
{'content': 'one must dry'}