Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξερός
ξέσις
ξέστης
ξεστιαῖος
ξεστίζω
ξεστός
ξεστουργία
ξέστριξ
ξέω
ξηρά
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραλοιφία
ξηραμπέλινος
ξήρανσις
ξηραντέον
ξηραντικός
ξηρασία
ξήρασις
ξηρίον
ξῆρις
View word page
ξηραίνω
to parch up, dry up

ShortDef

to parch up, dry up

Debugging

Headword:
ξηραίνω
Headword (normalized):
ξηραίνω
Headword (normalized/stripped):
ξηραινω
IDX:
60227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60228
Key:

Data

{'content': 'to parch up, dry up'}