Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ξέρξης
ξερόν
ξερός
ξέσις
ξέστης
ξεστιαῖος
ξεστίζω
ξεστός
ξεστουργία
ξέστριξ
ξέω
ξηρά
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραλοιφία
ξηραμπέλινος
ξήρανσις
ξηραντέον
ξηραντικός
ξηρασία
ξήρασις
View word page
ξέω
to smooth
ShortDef
to smooth
Debugging
Headword:
ξέω
Headword (normalized):
ξέω
Headword (normalized/stripped):
ξεω
IDX:
60225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60226
Key:
Data
{'content': 'to smooth'}