Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξενόω
ξενών
ξένωσις
Ξέρξης
ξερόν
ξερός
ξέσις
ξέστης
ξεστιαῖος
ξεστίζω
ξεστός
ξεστουργία
ξέστριξ
ξέω
ξηρά
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραλοιφία
ξηραμπέλινος
ξήρανσις
ξηραντέον
View word page
ξεστός
smoothed, polished, wrought

ShortDef

smoothed, polished, wrought

Debugging

Headword:
ξεστός
Headword (normalized):
ξεστός
Headword (normalized/stripped):
ξεστος
IDX:
60222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60223
Key:

Data

{'content': 'smoothed, polished, wrought'}