Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξενόφωνος
ξενόω
ξενών
ξένωσις
Ξέρξης
ξερόν
ξερός
ξέσις
ξέστης
ξεστιαῖος
ξεστίζω
ξεστός
ξεστουργία
ξέστριξ
ξέω
ξηρά
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραλοιφία
ξηραμπέλινος
ξήρανσις
View word page
ξεστίζω
polish

ShortDef

polish

Debugging

Headword:
ξεστίζω
Headword (normalized):
ξεστίζω
Headword (normalized/stripped):
ξεστιζω
IDX:
60221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60222
Key:

Data

{'content': 'polish'}