Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξενοφωνία
ξενόφωνος
ξενόω
ξενών
ξένωσις
Ξέρξης
ξερόν
ξερός
ξέσις
ξέστης
ξεστιαῖος
ξεστίζω
ξεστός
ξεστουργία
ξέστριξ
ξέω
ξηρά
ξηραίνω
ξηραλοιφέω
ξηραλοιφία
ξηραμπέλινος
View word page
ξεστιαῖος
of a ξέστης

ShortDef

of a ξέστης

Debugging

Headword:
ξεστιαῖος
Headword (normalized):
ξεστιαῖος
Headword (normalized/stripped):
ξεστιαιος
IDX:
60220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60221
Key:

Data

{'content': 'of a ξέστης'}