Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλογισμός
ἀναλογιστικός
ἀνάλογος
ἀναλογούντως
ἀναλογχόω
ἀναλοκίζω
ἄναλος
ἄναλτος
ἄναλτος2
ἀναλύζω
ἀνάλυσις
ἀναλυτέον
ἀναλυτήρ
ἀναλύτης
ἀναλυτικός
ἀνάλυτος
ἀναλύω
ἀναλφάβητος
ἀνάλφιτος
ἀνάλωμα
ἀναλωμάτιον
View word page
ἀνάλυσις
a loosing, releasing

ShortDef

a loosing, releasing

Debugging

Headword:
ἀνάλυσις
Headword (normalized):
ἀνάλυσις
Headword (normalized/stripped):
αναλυσις
IDX:
6021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6022
Key:

Data

{'content': 'a loosing, releasing'}