Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξενοφύλαξ
Ξενοφῶν
ξενοφωνέω
ξενοφωνία
ξενόφωνος
ξενόω
ξενών
ξένωσις
Ξέρξης
ξερόν
ξερός
ξέσις
ξέστης
ξεστιαῖος
ξεστίζω
ξεστός
ξεστουργία
ξέστριξ
ξέω
ξηρά
ξηραίνω
View word page
ξερός
dry
ShortDef
dry
Debugging
Headword:
ξερός
Headword (normalized):
ξερός
Headword (normalized/stripped):
ξερος
IDX:
60217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60218
Key:
Data
{'content': 'dry'}