Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξενοφονία
ξενοφόνος
ξενοφυής
ξενοφύλαξ
Ξενοφῶν
ξενοφωνέω
ξενοφωνία
ξενόφωνος
ξενόω
ξενών
ξένωσις
Ξέρξης
ξερόν
ξερός
ξέσις
ξέστης
ξεστιαῖος
ξεστίζω
ξεστός
ξεστουργία
ξέστριξ
View word page
ξένωσις
a being abroad
ShortDef
a being abroad
Debugging
Headword:
ξένωσις
Headword (normalized):
ξένωσις
Headword (normalized/stripped):
ξενωσις
IDX:
60214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60215
Key:
Data
{'content': 'a being abroad'}