Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοτροφία
Ξενοφάνης
ξενοφονέω
ξενοφονία
ξενοφόνος
ξενοφυής
ξενοφύλαξ
Ξενοφῶν
ξενοφωνέω
ξενοφωνία
ξενόφωνος
ξενόω
ξενών
ξένωσις
Ξέρξης
ξερόν
ξερός
ξέσις
ξέστης
View word page
ξενοφωνέω
speak
ShortDef
speak
Debugging
Headword:
ξενοφωνέω
Headword (normalized):
ξενοφωνέω
Headword (normalized/stripped):
ξενοφωνεω
IDX:
60209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60210
Key:
Data
{'content': 'speak'}