Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀναλογιστικός
ἀνάλογος
ἀναλογούντως
ἀναλογχόω
ἀναλοκίζω
ἄναλος
ἄναλτος
ἄναλτος2
ἀναλύζω
ἀνάλυσις
ἀναλυτέον
ἀναλυτήρ
ἀναλύτης
ἀναλυτικός
ἀνάλυτος
ἀναλύω
ἀναλφάβητος
ἀνάλφιτος
ἀνάλωμα
View word page
ἀναλύζω
hiccough
ShortDef
hiccough
Debugging
Headword:
ἀναλύζω
Headword (normalized):
ἀναλύζω
Headword (normalized/stripped):
αναλυζω
IDX:
6020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6021
Key:
Data
{'content': 'hiccough'}