Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξενοπρεπής
ξενοπρόσωπος
ξένος
ξενοσσόος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοτροφία
Ξενοφάνης
ξενοφονέω
ξενοφονία
ξενοφόνος
ξενοφυής
ξενοφύλαξ
Ξενοφῶν
ξενοφωνέω
ξενοφωνία
ξενόφωνος
ξενόω
ξενών
View word page
ξενοφονέω
to murder strangers

ShortDef

to murder strangers

Debugging

Headword:
ξενοφονέω
Headword (normalized):
ξενοφονέω
Headword (normalized/stripped):
ξενοφονεω
IDX:
60203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60204
Key:

Data

{'content': 'to murder strangers'}