Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξενοπαθέω
ξενοποικιλόπτερος
ξενοπολίτης
ξενοπρεπής
ξενοπρόσωπος
ξένος
ξενοσσόος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοτροφία
Ξενοφάνης
ξενοφονέω
ξενοφονία
ξενοφόνος
ξενοφυής
ξενοφύλαξ
Ξενοφῶν
ξενοφωνέω
ξενοφωνία
View word page
ξενοτροφέω
to entertain strangers, to maintain mercenary troops
ShortDef
to entertain strangers, to maintain mercenary troops
Debugging
Headword:
ξενοτροφέω
Headword (normalized):
ξενοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
ξενοτροφεω
IDX:
60200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60201
Key:
Data
{'content': 'to entertain strangers, to maintain mercenary troops'}