Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλογικός
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀναλογιστικός
ἀνάλογος
ἀναλογούντως
ἀναλογχόω
ἀναλοκίζω
ἄναλος
ἄναλτος
ἄναλτος2
ἀναλύζω
ἀνάλυσις
ἀναλυτέον
ἀναλυτήρ
ἀναλύτης
ἀναλυτικός
ἀνάλυτος
ἀναλύω
ἀναλφάβητος
ἀνάλφιτος
View word page
ἄναλτος2
unsalted

ShortDef

not to be filled, insatiate
unsalted

Debugging

Headword:
ἄναλτος2
Headword (normalized):
ἄναλτος
Headword (normalized/stripped):
αναλτος2
IDX:
6019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6020
Key:

Data

{'content': 'unsalted'}