Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξενολόγιον
ξενολόγος
ξενομανέω
ξενοπάθεια
ξενοπαθέω
ξενοποικιλόπτερος
ξενοπολίτης
ξενοπρεπής
ξενοπρόσωπος
ξένος
ξενοσσόος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοτροφία
Ξενοφάνης
ξενοφονέω
ξενοφονία
ξενοφόνος
ξενοφυής
View word page
ξενοσσόος
saving strangers
ShortDef
saving strangers
Debugging
Headword:
ξενοσσόος
Headword (normalized):
ξενοσσόος
Headword (normalized/stripped):
ξενοσσοος
IDX:
60196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60197
Key:
Data
{'content': 'saving strangers'}