Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξενοκυσταπάτη
ξενολογέω
ξενολογία
ξενολόγιον
ξενολόγος
ξενομανέω
ξενοπάθεια
ξενοπαθέω
ξενοποικιλόπτερος
ξενοπολίτης
ξενοπρεπής
ξενοπρόσωπος
ξένος
ξενοσσόος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
ξενοτροφία
Ξενοφάνης
ξενοφονέω
View word page
ξενοπρεπής
strange, out of the way

ShortDef

strange, out of the way

Debugging

Headword:
ξενοπρεπής
Headword (normalized):
ξενοπρεπής
Headword (normalized/stripped):
ξενοπρεπης
IDX:
60193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60194
Key:

Data

{'content': 'strange, out of the way'}