Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξενοκτονέω
ξενοκτονία
ξενοκτόνος
ξενοκυσταπάτη
ξενολογέω
ξενολογία
ξενολόγιον
ξενολόγος
ξενομανέω
ξενοπάθεια
ξενοπαθέω
ξενοποικιλόπτερος
ξενοπολίτης
ξενοπρεπής
ξενοπρόσωπος
ξένος
ξενοσσόος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
ξενοτροφέω
View word page
ξενοπαθέω
to have a strange feeling, feel strange

ShortDef

to have a strange feeling, feel strange

Debugging

Headword:
ξενοπαθέω
Headword (normalized):
ξενοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
ξενοπαθεω
IDX:
60190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60191
Key:

Data

{'content': 'to have a strange feeling, feel strange'}