Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ξενοκράτης
ξενοκτονέω
ξενοκτονία
ξενοκτόνος
ξενοκυσταπάτη
ξενολογέω
ξενολογία
ξενολόγιον
ξενολόγος
ξενομανέω
ξενοπάθεια
ξενοπαθέω
ξενοποικιλόπτερος
ξενοπολίτης
ξενοπρεπής
ξενοπρόσωπος
ξένος
ξενοσσόος
ξενόστασις
ξενοσύνη
ξενότιμος
View word page
ξενοπάθεια
strange feelings, malaise

ShortDef

strange feelings, malaise

Debugging

Headword:
ξενοπάθεια
Headword (normalized):
ξενοπάθεια
Headword (normalized/stripped):
ξενοπαθεια
IDX:
60189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60190
Key:

Data

{'content': 'strange feelings, malaise'}