Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναλογίζομαι
ἀναλογικός
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀναλογιστικός
ἀνάλογος
ἀναλογούντως
ἀναλογχόω
ἀναλοκίζω
ἄναλος
ἄναλτος
ἄναλτος2
ἀναλύζω
ἀνάλυσις
ἀναλυτέον
ἀναλυτήρ
ἀναλύτης
ἀναλυτικός
ἀνάλυτος
ἀναλύω
ἀναλφάβητος
View word page
ἄναλτος
not to be filled, insatiate
ShortDef
not to be filled, insatiate
unsalted
Debugging
Headword:
ἄναλτος
Headword (normalized):
ἄναλτος
Headword (normalized/stripped):
αναλτος
IDX:
6018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6019
Key:
Data
{'content': 'not to be filled, insatiate'}