Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξενοκρατέομαι
Ξενοκράτης
ξενοκτονέω
ξενοκτονία
ξενοκτόνος
ξενοκυσταπάτη
ξενολογέω
ξενολογία
ξενολόγιον
ξενολόγος
ξενομανέω
ξενοπάθεια
ξενοπαθέω
ξενοποικιλόπτερος
ξενοπολίτης
ξενοπρεπής
ξενοπρόσωπος
ξένος
ξενοσσόος
ξενόστασις
ξενοσύνη
View word page
ξενομανέω
have a rage for foreign fashions

ShortDef

have a rage for foreign fashions

Debugging

Headword:
ξενομανέω
Headword (normalized):
ξενομανέω
Headword (normalized/stripped):
ξενομανεω
IDX:
60188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60189
Key:

Data

{'content': 'have a rage for foreign fashions'}