Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξενοθυτέω
ξενοκαδής
ξενοκλείδειον
Ξενοκλῆς
ξενοκρατέομαι
Ξενοκράτης
ξενοκτονέω
ξενοκτονία
ξενοκτόνος
ξενοκυσταπάτη
ξενολογέω
ξενολογία
ξενολόγιον
ξενολόγος
ξενομανέω
ξενοπάθεια
ξενοπαθέω
ξενοποικιλόπτερος
ξενοπολίτης
ξενοπρεπής
ξενοπρόσωπος
View word page
ξενολογέω
to enlist strangers, levy mercenaries
ShortDef
to enlist strangers, levy mercenaries
Debugging
Headword:
ξενολογέω
Headword (normalized):
ξενολογέω
Headword (normalized/stripped):
ξενολογεω
IDX:
60184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60185
Key:
Data
{'content': 'to enlist strangers, levy mercenaries'}