Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογικός
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀναλογιστικός
ἀνάλογος
ἀναλογούντως
ἀναλογχόω
ἀναλοκίζω
ἄναλος
ἄναλτος
ἄναλτος2
ἀναλύζω
ἀνάλυσις
ἀναλυτέον
ἀναλυτήρ
ἀναλύτης
ἀναλυτικός
ἀνάλυτος
ἀναλύω
View word page
ἄναλος
without salt, not salted

ShortDef

without salt, not salted

Debugging

Headword:
ἄναλος
Headword (normalized):
ἄναλος
Headword (normalized/stripped):
αναλος
IDX:
6017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6018
Key:

Data

{'content': 'without salt, not salted'}