Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ξενοδόκος
ξενοδοχεῖον
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθάνατος
ξενοθυτέω
ξενοκαδής
ξενοκλείδειον
Ξενοκλῆς
ξενοκρατέομαι
Ξενοκράτης
ξενοκτονέω
ξενοκτονία
ξενοκτόνος
ξενοκυσταπάτη
ξενολογέω
ξενολογία
ξενολόγιον
ξενολόγος
ξενομανέω
View word page
ξενοκρατέομαι
to be in the power of mercenary troops
ShortDef
to be in the power of mercenary troops
Debugging
Headword:
ξενοκρατέομαι
Headword (normalized):
ξενοκρατέομαι
Headword (normalized/stripped):
ξενοκρατεομαι
IDX:
60178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60179
Key:
Data
{'content': 'to be in the power of mercenary troops'}