Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξενοδαίτης
ξενοδαιτυμών
ξενοδίκαι
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχεῖον
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθάνατος
ξενοθυτέω
ξενοκαδής
ξενοκλείδειον
Ξενοκλῆς
ξενοκρατέομαι
Ξενοκράτης
ξενοκτονέω
ξενοκτονία
ξενοκτόνος
ξενοκυσταπάτη
ξενολογέω
View word page
ξενοθυτέω
to sacrifice strangers

ShortDef

to sacrifice strangers

Debugging

Headword:
ξενοθυτέω
Headword (normalized):
ξενοθυτέω
Headword (normalized/stripped):
ξενοθυτεω
IDX:
60174
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60175
Key:

Data

{'content': 'to sacrifice strangers'}