Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξενιτεία
ξενιτευτής
ξενιτεύω
ξενοδαίκτας
ξενοδαΐκτης
ξενοδαίτης
ξενοδαιτυμών
ξενοδίκαι
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχεῖον
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθάνατος
ξενοθυτέω
ξενοκαδής
ξενοκλείδειον
Ξενοκλῆς
ξενοκρατέομαι
Ξενοκράτης
View word page
ξενοδοχεῖον
place for strangers to lodge in, inn

ShortDef

place for strangers to lodge in, inn

Debugging

Headword:
ξενοδοχεῖον
Headword (normalized):
ξενοδοχεῖον
Headword (normalized/stripped):
ξενοδοχειον
IDX:
60169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60170
Key:

Data

{'content': 'place for strangers to lodge in, inn'}