Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναλογητικός
ἀναλογία
ἀναλογίζομαι
ἀναλογικός
ἀναλόγισμα
ἀναλογισμός
ἀναλογιστικός
ἀνάλογος
ἀναλογούντως
ἀναλογχόω
ἀναλοκίζω
ἄναλος
ἄναλτος
ἄναλτος2
ἀναλύζω
ἀνάλυσις
ἀναλυτέον
ἀναλυτήρ
ἀναλύτης
ἀναλυτικός
ἀνάλυτος
View word page
ἀναλοκίζω
rend, lacerate

ShortDef

rend, lacerate

Debugging

Headword:
ἀναλοκίζω
Headword (normalized):
ἀναλοκίζω
Headword (normalized/stripped):
αναλοκιζω
IDX:
6016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6017
Key:

Data

{'content': 'rend, lacerate'}