Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτευτής
ξενιτεύω
ξενοδαίκτας
ξενοδαΐκτης
ξενοδαίτης
ξενοδαιτυμών
ξενοδίκαι
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχεῖον
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθάνατος
ξενοθυτέω
ξενοκαδής
ξενοκλείδειον
Ξενοκλῆς
View word page
ξενοδοκέω
to entertain guests

ShortDef

to entertain guests

Debugging

Headword:
ξενοδοκέω
Headword (normalized):
ξενοδοκέω
Headword (normalized/stripped):
ξενοδοκεω
IDX:
60167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60168
Key:

Data

{'content': 'to entertain guests'}