Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ξένιος
ξενίς
ξένισις
ξενισμός
ξενιτεία
ξενιτευτής
ξενιτεύω
ξενοδαίκτας
ξενοδαΐκτης
ξενοδαίτης
ξενοδαιτυμών
ξενοδίκαι
ξενοδοκέω
ξενοδόκος
ξενοδοχεῖον
ξενοδοχία
ξενοδώτης
ξενόεις
ξενοθάνατος
ξενοθυτέω
ξενοκαδής
View word page
ξενοδαιτυμών
one who feasts on his guests

ShortDef

one who feasts on his guests

Debugging

Headword:
ξενοδαιτυμών
Headword (normalized):
ξενοδαιτυμών
Headword (normalized/stripped):
ξενοδαιτυμων
IDX:
60165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-60166
Key:

Data

{'content': 'one who feasts on his guests'}